- αποκολοκύντωσις
- ἀποκολοκύντωσις, η (Α)μετασχηματισμός σε κολοκύθα, αποβλάκωση (τίτλος έργου του Σενέκα, που παρωδεί την «αποθέωση» του αυτοκράτορα Κλαυδίου).[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + κολοκύνθη ή αττ. -ντη, κατά το αποθέωσις].
Dictionary of Greek. 2013.